- καμπανίζω
- καμπάνισα, χτυπώ την καμπάνα της εκκλησίας, ηχώ σαν καμπάνα: Καμπανίζει στη Φραγκιά κι ακούγεται στην Πόλη (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμπανίζω — (Μ καμπανίζω) νεοελλ. 1. χτυπώ την καμπάνα τής εκκλησίας, κουδουνίζω 2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω 3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς μσν. ζυγίζω με τον κάμπανο*. ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
καμπανίσαι — καμπανίζω weigh aor inf act καμπανίσαῑ , καμπανίζω weigh aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπανίσωσι — καμπανίζω weigh aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφθέγγομαι — (AM ἀποφθέγγομαι) εκφέρω τη γνώμη μου απροκάλυπτα με παρρησία αρχ. 1. λέω απόφθεγμα, αποφαίνομαι 2. (για αγγεία) ηχώ, καμπανίζω … Dictionary of Greek
καμπάνισμα — το [καμπανίζω] 1. η κρούση τής καμπάνας 2. συνεκδ. ο ήχος τής καμπάνας, η καμπανιά, το κουδούνισμα 3. μτφ. δυσάρεστος υπαινιγμός, έμμεση νύξη, καμπανιά … Dictionary of Greek
καμπανιστής — καμπανιστής, ὁ (Μ) [καμπανίζω] αυτός που εξαπατά κατά το ζύγισμα χρησιμοποιώντας ψεύτικα, λιποβαρή σταθμά, ζυγοκρούστης* … Dictionary of Greek
καμπανιστικός — καμπανιστικός, ή, όν (Μ) [καμπανίζω] το ουδ. ως ουσ. τὸ καμπανιστικόν φόρος που εισπράττονταν κατά το ζύγισμα … Dictionary of Greek
καμπανιστός — ή, ό (Μ καμπανιστός, ή, όν) [καμπανίζω] νεοελλ. (για ήχους) εύηχος, ηχηρός, κουδουνιστός («γέλια καμπανιστά») μσν. ζυγισμένος … Dictionary of Greek
καμπανώ — καμπανῶ (Μ) κάνω τη ζυγαριά να ζυγίσει, τήν ισορροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστώτας από τον αόρ. ἐκαμπάνισα τού καμπανίζω που συνέπιπτε με τον ησα τών ρημάτων σε ῶ] … Dictionary of Greek
κλαμπανίζω — [κλάμπανο] χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω … Dictionary of Greek